- αβαντάτζιον
- ἀβαντάτζιον, το (Μ)προνόμιο, κέρδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. avantage, πρβλ. ιταλ. avantaggioπρβλ. επίσης λ. αβαττάζια, σήμερα σε χρήση στην Κύπρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβαντάγιο — το 1. ωφέλεια, κέρδος, υπεροχή, πλεονέκτημα 2. θάρρος, υπομονή 3. ηθική ενίσχυση, στήριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. Λατιν. avantagium (= κέρδος), πρβλ. μσν. ἀβαντάτζιον (= κέρδος, ωφέλεια)] … Dictionary of Greek